ηχόμετρο — το όργανο για τη μελέτη των νόμων των παλμικών κινήσεων των χορδών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ηχομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ηχόμετρο ή στην ηχομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sonometrique < sono < son «ήχος» + metrique (πρβλ. μετρικός)] … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
πολύχορδος — η, ο / πολύχορδος, ον, ΝΑ (για μουσ. όργανο) αυτός που έχει πολλές χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύχορδο ηχόμετρο στο οποίο εκτείνονται πολλές χορδές αρχ. 1. (σχετικά με αυλό) αυτός που παράγει, που εκπέμπει πολλές φωνές 2. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
ηχογωνιόμετρο — Συσκευή υπερήχων που χρησιμεύει συνήθως για να φανερώσει την παρουσία υποβρύχιων εμποδίων ή βυθισμένων αντικειμένων και να προσδιορίσει τη διεύθυνση και την απόστασή τους. Το η. εκμεταλλεύεται τα φαινόμενα του πιεζοηλεκτρισμού ή της… … Dictionary of Greek